ομαλός

ομαλός
I
Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και παράγεται μεγάλη ποσότητα σιτηρών. Τα αιγοπρόβατα βρίσκουν εκεί άφθονο βόσκημα. Στα χρόνια της βενετοκρατίας, αλλά κυρίως της τουρκοκρατίας, ο Ο. ήταν το ορμητήριο των Κρητικών επαναστατών και το καταφύγιο του άμαχου πληθυσμού, ιδιαίτερα στις επαναστάσεις του 1770, 1821-1830 και 1866-1869. Συχνά αναφέρεται σε ηρωικά κρητικά τραγούδια.
Με την ίδια ονομασία υπάρχει οροπέδιο και στο βουνό Δίκτη (Λασιθιώτικα βουνά) της ανατολικής Κρήτης. Έχει ύψος 1.100 μ. και είναι μικρότερο του ομώνυμου των Λευκών Ορέων.
II
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ.) στην πρώην παρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων.
* * *
-ή, -ό (ΑΜ ὁμαλός, -ή, -όν)
1. (ιδίως για επιφάνεια) αυτός που δεν έχει εσοχές ή εξοχές, που δεν παρουσιάζει ανομοιομορφίες ή ανωμαλίες, επίπεδος
2. (για κίνηση) ομοιόμορφος, συμμετρικός («ὁμαλὴ αἰώρησις», Αριστοτ.)
3. απαλλαγμένος από περιπέτειες και διαταραχές, ήρεμος
(α. «ομαλός ποδοσφαιρικός αγώνας» β. «τήν τε κατάστασιν δικαίην παρέχοι καὶ ὁμαλήν», Ιπποκρ.)
4. κανονικός, συνηθισμένος («ὁμαλὸν ἤσκησεν βίον», Κλημ. Αλ.)
νεοελλ.
1. γραμμ. ο σύμφωνος με τους γραμματικούς και τους συντακτικούς κανόνες («ομαλή κλίση»)
2. αυτός που δεν έχει ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις, φυσιολογικός, σε αντιδιαστολή προς τον ανώμαλο
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ομαλά
με ομαλό τρόπο
4. φρ. «ομαλή κίνηση»
(φυσ.-τεχνολ.) κίνηση κατά την οποία η ταχύτητα τού κινητού έχει σταθερό μέτρο, δηλ. μηδενική επιτάχυνση, και η οποία διακρίνεται σε ευθύγραμμη, όταν η διεύθυνση τής ταχύτητας είναι σταθερή, και σε καμπυλόγραμμη
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ομαλό(ν)
σύμβολο τής βυζαντινής παρασημαντικής, σημαντόφωνο ποιότητας που υποδεικνύει στον ψάλτη-ερμηνευτή να εκτελέσει έναν τραχύ λαρυγγισμό κατά την εκφορά ενός φθόγγου
αρχ.
1. (για υποστάθμη) ομοιόμορφος ως προς τη σύσταση
2. (για ήχο φωνής) μαλακός, απαλός («τὴν δὲ [φωνὴν] ὁμαλήν τε καὶ λείαν», Πλάτ.)
3. (για τον έρωτα) απαλλαγμένος από έριδες («εἴθ' ὁμαλοὶ πνεύσειαν ἐπ' ἀμφοτέροισιν Ἔρωτες νῶϊν», Θεόκρ.)
4. αυτός που δεν έχει τίποτε το αξιοσημείωτο, συνήθης, κοινός («οὔτε κάκιστος, οὔτε πρᾱτος ἴσως, ὁμαλὸς δὲ τις ὁ στρατιώτας», Θεόκρ.)
5. (για περιουσία) ίσος σε ποσότητα, ισόποσος («ὁμαλώτεραι ἅν αἱ οὐσίαι εἶεν», Αριστοτ.)
6. μτφ. αυτός που προέρχεται από την ίδια κοινωνική τάξη, όμοιος κοινωνικά («ἐμοὶ δ' ὅτῳ μὲν ὁμαλὸς ὁ γάμος, ἄφοβος [οὐ δέδια]», Αισχύλ.)
7. το ουδ. ως ουσ. α) επίπεδο έδαφος, πεδιάδα, ίσωμα («καὶ ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῑσθαι», Θουκ.)
β) συμμετρία, κανονικότητα («τὸ ὁμαλὸν καὶ σύμμετρον», Πλάτ.)
γ) (για ήθος) συνέπεια, ευστάθεια
8. φρ. «καθ' ὁμαλοῡ»
α) με όμοιο τρόπο
β) επί πλέον.
επίρρ...
ομαλώς και -ά (ΑΜ ὁμαλῶς)
με ομαλό τρόπο
νεοελλ.
σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες
μσν.-αρχ.
εξίσου («τῶν μὲν ὅπλων ἅπαντες ὁμαλῶς ἐστερήθησαν», Πλούτ.)
αρχ.
με ισομετρία, με ομοιομορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμαλός — even masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαλός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει ανωμαλίες στην επιφάνειά του, επίπεδος, ίσιος (αντίθ. ανώμαλος). 2. μτφ., κανονικός, σύμμετρος, ήρεμος: Ομαλή διεξαγωγή εργασιών. 3. (γραμμ.) ο σύμφωνος με τους γραμματικούς κανόνες: Ομαλή κλίση. – Ομαλό ρήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμαλά — ὁμαλός even neut nom/voc/acc pl ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc/acc dual ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλώτερον — ὁμαλός even adverbial comp ὁμαλός even masc acc comp sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλωτάτων — ὁμαλός even fem gen superl pl ὁμαλός even masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλωτέρων — ὁμαλός even fem gen comp pl ὁμαλός even masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλόν — ὁμαλός even masc acc sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλώτατον — ὁμαλός even masc acc superl sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλαῖς — ὁμαλός even fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλαῖσι — ὁμαλός even fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”